- καλλίπλουτοι
- καλλίπλουτοςadorned with richesmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλίπλουτος — καλλίπλουτος, ον (Α) αυτός που έχει πολλά πλούτη «καλλίπλουτοι πόλιες», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πλουτος (< πλούτος), πρβλ. βαθύ πλουτος, πάμ πλουτος] … Dictionary of Greek